παραβοήθεια

παραβοήθεια
παραβοήθ-εια, ,
A aid, succour,

αἱ τῶν ἔργων π. Pl.Lg.778a

; αἱ π. aids in war, Plb.2.5.2, Onos.6.4;

αἱ π. τοῦ χάρακος Ph.Bel.85.42

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραβοήθεια — ἡ, Α [παραβοηθώ] 1. πρόσθετη βοήθεια ή περιστασιακή προστασία 2. στρατιωτική βοήθεια, επικουρία κατά τη διάρκεια πολέμου …   Dictionary of Greek

  • παραβοηθείας — παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem acc pl παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβοήθειαι — παραβοήθεια aid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”